- ξέμακρα
- επίρρ. далеко,.в отдалении
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξέμακρα — επίρρ. τοπ., μακριά, απόμακρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξέμακρος — η, ο αυτός που βρίσκεται μακριά, απομακρυσμένος. επίρρ... ξέμακρα μακριά, απόμακρα … Dictionary of Greek
παρέκ — και παρέξ και πάρεξ Α 1. (ως πρόθ.) 1. (με τοπ. σημ.) α) εκτός, έξω από (α. «παρὲξ ὁδοῡ ἐν νεκύεσσι», Ομ. Ιλ. β. «πολίσματα παρὲξ αὐτὰς Πάτρας τοσάδες ἄλλα ᾤκησαν», Παυσ.) β) λίγο πιο έξω γ) σε μεγάλη απόσταση, ξέμακρα 2. (ως καταχρ.) εκτός από,… … Dictionary of Greek